εντολή

εντολή
Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο εντολέας δίχως αμοιβή αλλά δικαιούται την καταβολή δαπανών και αποζημιώσεων· μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιούται ο εντολοδόχος να υποκαταστήσει άλλον στη θέση του και οφείλει να μην παρεκκλίνει από τα όρια της ε., εκτός από την περίπτωση και τους όρους του άρ. 717. Γενικά, ο εντολέας έχει το δικαίωμα ανάκλησης της ε. και ο εντολοδόχος να την καταγγείλει, χωρίς να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό· ο θάνατος του εντολέα ή του εντολοδόχου και η πτώχευση του ενός ή του άλλου λύουν την ε. Η ε. μπορεί να έχει ευρύτατο αντικείμενο: μία ή περισσότερες υποθέσεις του εντολέα ή τρίτων, στις οποίες μπορούν να εμπλέκονται και συμφέροντα του εντολοδόχου. Ο τελευταίος υποχρεώνεται να πληροφορεί τον εντολέα, να λογοδοτεί μετά τη λήξη της ε., να αποδίδει ό,τι παρέλαβε ή να τον αποζημιώνει, και ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Από την άλλη, ο εντολέας προκαταβάλλει τις δαπάνες και οφείλει να αποδώσει στον εντολοδόχο ό,τι δαπάνησε, καθώς και τις ζημιές που μπορεί να είχε χωρίς πταίσμα από μέρους του. Διεθνές δίκαιο. Ο νομικός θεσμός της διεθνούς ε. γεννήθηκε στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου· αποτέλεσε μορφή συμβιβαστικής λύσης, που απέβλεπε στη συμφιλίωση διαφόρων απαιτήσεων, σχετικά με την τύχη των εξωευρωπαϊκών εδαφών, που ανήκαν προηγουμένως στη Γερμανία και στην Τουρκία και που είχαν καταληφθεί από τους Συμμάχους κατά τον πόλεμο. Αφενός, υπήρχε πραγματικά ένα συγκεκριμένο συμφέρον των συμμαχικών δυνάμεων να εξασφαλίσουν, για στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους, τον έλεγχο των συγκεκριμένων εδαφών, των οποίων άλλωστε οι πληθυσμοί ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς ανέτοιμοι να αυτονομηθούν· αφετέρου, η προσάρτηση των εδαφών αυτών από τις νικητήριες δυνάμεις βρισκόταν σε αντίθεση, τόσο με την αρχή της απελευθέρωσης των λαών, η οποία είχε αρχίσει ήδη να προβάλλεται έντονα, όσο και με τις διακηρύξεις προς αυτή την κατεύθυνση από τους Συμμάχους. Γι’ αυτό, με το άρθρο 22 του συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών καθορίστηκε ότι τα εξωευρωπαϊκά εδάφη που αφαιρέθηκαν από τη Γερμανία και από την Οθωμανική αυτοκρατορία, οι πληθυσμοί των οποίων θεωρήθηκαν ανίκανοι να αυτοδιοικηθούν, όφειλαν να υπαχθούν υπό την κηδεμονία προοδευμένων κρατών, τα οποία θα αναλάμβαναν να τα διοικήσουν ως εντεταλμένοι της Κοινωνίας των Εθνών. Το άρθρο 22 προέβλεπε, εξάλλου, ότι οι τρόποι ενάσκησης της ε. θα έπρεπε να προσαρμόζονται στα διάφορα στάδια πολιτιστικής και κοινωνικής ανάπτυξης των λαών και στις διαφορετικές γεωγραφικές και δημογραφικές συνθήκες των εδαφών· για τον λόγο αυτόν, χώρισε τις ε. σε τρεις κατηγορίες τις οποίες χαρακτήρισε αντίστοιχα με τα στοιχεία ε. Α’, ε. Β’ και ε. Γ’. Οι ε. τύπου Α’ εφαρμόζονταν στα εδάφη που ανήκαν προηγουμένως στην Οθωμανική αυτοκρατορία: Ιράκ, Παλαιστίνη, Υπεριορδανία (ε. της Μεγάλης Βρετανίας), Λίβανος και Συρία (ε. της Γαλλίας). Οι ε. τύπου Β’ περιλάμβαναν τις πρώην αποικίες της Γερμανίας στην Αφρική: Τόγκο (ε. της Μεγάλης Βρετανίας στο ανατολικό τμήμα, της Γαλλίας στο δυτικό τμήμα και της Μεγάλης Βρετανίας στην ανατολική λωρίδα), Ρουάντα-Ουρούντι (ε. του Βελγίου), Ταγκανίκα (ε. της Μεγάλης Βρετανίας). Σε ε. τύπου Γ’ κατατάχθηκαν, τέλος, εκτός από την πρώην γερμανική αποικία της νοτιοδυτικής Αφρικής (ε. της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης), οι παλαιές γερμανικές κτήσεις του Ειρηνικού: βορειοανατολική Νέα Γουινέα, Αρχιπέλαγος του Βίσμαρκ, Νήσοι του Δούκα του Γιορκ, βόρειο τμήμα των Νήσων του Σολομώντα (ε. της Αυστραλίας), Ναούρου (ε. της Μεγάλης Βρετανίας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας), δυτικές Σαμόα (ε. της Νέας Ζηλανδίας), Μαριάνες, Καρολίνες και Μάρσαλ (ε. της Ιαπωνίας). Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ο θεσμός της ε. αντικαταστάθηκε στα εδάφη που δεν είχαν ακόμα αποκτήσει την ανεξαρτησία τους με το σύστημα της κηδεμονίας που ασκείται με τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών.
* * *
η (AM ἐντολή)
1. παραγγελία, διαταγή («εἴπας πρὸς Θρασύβουλον τοῡ Λυδοῡ τὰς ἐντολὰς ἀπῆλθε», Πίνδ.)
2. θεία επιταγή («φυλάξω τὰς ἐντολάς σου»)
3. εξουσιοδότηση
4. οι εντολές
οι παραγγελίες που έδωσε ο θεός στον Μωυσή, οι δέκα εντολές
νεοελλ.
1. σύμβαση κατά την οποία ο εντολέας αναθέτει στον εντολοδόχο τη διεξαγωγή υπόθεσης χωρίς αμοιβή
2. έμβασμα, χρηματικό ποσό που καταβάλλεται μέσω τής τράπεζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού ρ. εντέλλω, που απαντά συνηθέστερα στη μέση φωνή. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. τέλλω* «κάνω κάτι να εγερθεί-εκτελώ».
ΠΑΡ. αρχ. εντολίδιον, εντολικός, εντολιμαίον
νεοελλ.
εντολέας.
ΣΥΝΘ. αρχ. εντολοφύλαξ
νεοελλ.
εντολοδότης, εντολοδόχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐντολή — injunction fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντολή — η 1. προσταγή, διαταγή, παραγγελία. 2. (εκκλησ.), η παραγγελία από το Θεό: Οι δέκα εντολές. 3. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα, δικαιοδοσία: Υπογράφει τα έγγραφα με εντολή του νομάρχη. 4. (νομ.), σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντολῇ — ἐντολῆι , ἐντολεύς agent masc dat sg (epic ionic) ἐντολή injunction fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… …   Dictionary of Greek

  • ἐντολαῖς — ἐντολή injunction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντολαί — ἐντολή injunction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντολήν — ἐντολή injunction fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντολῶν — ἐντολή injunction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”